fbpx
Skip to main content

Αναζητείται βιώσιμη λύση για τον γόρδιο δεσμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων

Τι κάνει μια επιχείρηση βιώσιμη; Καθώς η μεγάλη καθίζηση μοιάζει να τελειώνει και η ελληνική οικονομία σταθεροποιείται, η κυβέρνηση, οι τράπεζες και οι επιχειρηματικός κόσμος καλούνται να κόψουν τον γόρδιο δεσμό των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων, που ξεπερνούν τα 46 δισ. ευρώ, σύμφωνα τα επίσημα στοιχεία.

Πολλές από τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, αν ανακουφίζονταν από μέρος των οφειλών τους – προς τις τράπεζες αλλά και προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά Ταμεία – θα μπορούσαν να σταθούν στην επόμενη μέρα. Πολλές άλλες δεν έχουν ρεαλιστική προοπτική επιβίωσης. Ο στόχος είναι να ρυθμιστούν τα χρέη της πρώτης κατηγορίας και να οδηγηθούν σε εκκαθάριση οι εταιρείες της δεύτερης, με τα περιουσιακά τους στοιχεία να περνούν ενδεχομένως στους πιο ανθεκτικούς ανταγωνιστές τους.

Είναι μια διαδικασία απαραίτητη για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, η οποία όμως θυμίζει διάβαση από ναρκοπέδιο τη χαρτογράφηση του οποίου θα επιχειρήσει έρευνα της «Κ», το πρώτο μέρος της οποίας δημοσιεύεται σήμερα. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) γενικότερα –επιχειρήσεων και νοικοκυριών – έχουν φτάσει τα 77 δισ. ευρώ (στοιχεία Μαρτίου), 33,5% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών (από 5% το 2007). Οι προβλέψεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών καλύπτουν το 45% περίπου του ιλιγγιώδους αυτού ποσού, ενώ ανεπίσημες πληροφορίες το τοποθετούν σήμερα στα 90 δισ. ευρώ. Σε έρευνα της Grant Thornton με δείγμα 259 ελληνικών εταιρειών (οι 191 εισηγμένες), η οποία καλύπτει την περίοδο 2008-2012, το 33% των εταιρειών είχαν χρέη υψηλότερα από τα ετήσια έσοδά τους.

Η υπερβολικά συντηρητική προσέγγιση εκ μέρους των τραπεζών – ρυθμίσεις κατά περίπτωση, με κύριο σκοπό τη μη καταγραφή μεγάλων ζημιών που θα δημιουργήσουν ανάγκες για νέα κεφάλαια – δεν θα λύσει το πρόβλημα: το νεκρό βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν θα αρθεί και η παροχή ρευστότητας στην οικονομία θα συνεχίζει να προσομοιάζει το μαρτύριο της σταγόνας. «Τα “κόκκινα” δάνεια ισοδυναμούν με το 40% του ΑΕΠ. Περίπου η μισή οικονομία χρωστάει στην άλλη μισή και δεν πληρώνει. Δεν πρόκειται για πρόβλημα, αλλά για καταστροφή. Το τραπεζικό ζήτημα είναι υπερβολικά σοβαρό για να αφεθεί στα χέρια των τραπεζιτών» δηλώνει ο Απόστολος Ρεφενές, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών που δραστηριοποιείται εδώ και χρόνια ως σύμβουλος ιδιωτικών επενδύσεων στην αγορά εταιρικού χρέους.

Η εναλλακτική λύση μιας κακής τράπεζας που θα ανακουφίσει τους τραπεζικούς ισολογισμούς από τα βάρη των NPLs σκοντάφτει τόσο στο ζήτημα της χρηματοδότησης (για το οποίο υπάρχουν ωστόσο προτάσεις) όσο και στο σύνθετο πρόβλημα της στελέχωσης, σε μία χώρα με ελλιπή εξειδίκευση στην αναδιάρθρωση δανείων και τρανή παράδοση πελατειακών σχέσεων και οικονομικά ολέθριων πολιτικών παρεμβάσεων. Τέλος, η λύση της μαζικής πτώχευσης δεν είναι διαθέσιμη, καθώς αφενός θα οδηγούσε εκ νέου σε ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, ενώ αφετέρου θα βύθιζε τους χρεοκοπημένους επιχειρηματίες στην κινούμενη άμμο των διαδικασιών του Πτωχευτικού Κώδικα.

Χαρακτηριστική του φαύλου κύκλου ύφεσης και υπερχρέωσης είναι η περίπτωση εταιρείας –μεγάλης μικρομεσαίας για τα ελληνικά δεδομένα, πέραν των ορίων τζίρου της ρύθμισης Δένδια– με πολυετή επιτυχή δραστηριότητα στη λιανική επίπλων πριν από την κρίση. Οι νταλίκες με τα εισαγόμενα έπιπλα φτάνουν πολύ πιο αραιά πλέον στα κεντρικά της γραφεία, όπου βρίσκονται και οι βασικοί αποθηκευτικοί της χώροι. Οι εισαγωγές έχουν μειωθεί σημαντικά την τελευταία πενταετία. Για να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της ελληνικής αγοράς, λειτουργεί με τα μισά καταστήματα από όσα είχε πριν, πράγμα το οποίο επέφερε και την ανάλογη μείωση των εργαζομένων.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι λιανικές πωλήσεις επίπλων μειώθηκαν κατά 40% μεταξύ του 2010-3. Η βιομηχανία επίπλου το 2013 κατέγραφε τη μεγαλύτερη πτώση σε σχέση με το 2005 μεταξύ 26 κλάδων, με μία εξαίρεση: την κλωστοϋφαντουργία. «Κανείς δεν υπολόγιζε τέτοια συρρίκνωση της αγοράς. Ο κλάδος μας είναι κυρίως συνυφασμένος με την οικοδομή. Οταν κατέρρευσε η οικοδομή, αυτό συμπαρέσυρε ένα μεγάλο ποσοστό της δραστηριότητάς μας» εξηγεί στην «Κ» ο επικεφαλής –και βασικός μέτοχος– της εταιρείας.

Ωστόσο, ο συνομιλητής μας ατενίζει το μέλλον με κάποια αισιοδοξία. Ο λόγος είναι ότι η εταιρεία του από πέρυσι επέστρεψε στις ρίζες της: κατασκευάζει ξανά έπιπλα. Καθώς συνομιλούμε στον πρώτο όροφο των κεντρικών γραφείων, ακούγεται ένας βουβός ήχος. Είναι ο απορροφητήρας που λειτουργεί στο υπόγειο, εισπνέοντας ροκανίδια και πριονίδια και οδηγώντας τα στην ανακύκλωση. Η εταιρεία έχει μάλιστα προσλάβει επτά νέους εργαζόμενους, που θα ασχοληθούν με την παραγωγή, και σχεδιάζει περισσότερες προσλήψεις. Μεσοπρόθεσμα, όπως λέει στην «Κ» ο διευθύνων σύμβουλός της, ο σκοπός είναι η παραγωγή περίπου 150 κωδικών, και οι εξαγωγές.

«Η στροφή προς την εύκολη λύση των εισαγωγών έκανε τους Ελληνες να μην βλέπουν ότι υπόσκαπταν τα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας», λέει ο επιχειρηματίας για τις μέρες της επίπλαστης αφθονίας πριν από την κρίση.

Θέμα παρονομαστή

Πριν από την έλευση της κρίσης, η εταιρεία, σύμφωνα με τον επικεφαλής της, είχε χαμηλό δανεισμό, καθώς απέρριπτε τις προτάσεις των τραπεζών να τον αυξήσει. Ο λόγος δανείων προς πωλήσεις κυμαινόταν το 2009 γύρω στο 30%, ενώ υπήρχαν και περιουσιακά στοιχεία που άξιζαν πέντε φορές παραπάνω από το συνολικό ύψος του δανεισμού. «Ο δανεισμός άρχισε να φαίνεται σαν πρόβλημα με τη συνέχιση της πτώσης της συνολικής αγοράς και τον επαναπροσδιορισμό προς τα κάτω των τρεχουσών αξιών των ακινήτων από τις τράπεζες», εξηγεί.

Εν μέσω της κρίσης, οι τράπεζες αύξησαν τα επιτόκια, επιδεινώνοντας περαιτέρω την κατάσταση. Επιπλέον, ζήτησαν από τον επικεφαλής και βασικό μέτοχο της εταιρείας, παρότι είναι ανώνυμη, να δεσμεύσει μέρος της προσωπικής του περιουσίας για να έχουν αυξημένες εξασφαλίσεις – κάτι που έκανε. Στη συνέχεια προχώρησαν σε ρυθμίσεις για να διευκολύνουν την εξυπηρέτηση των χρεών της. «Αν η ζήτηση πέρυσι είχε μείνει σταθερή, θα είμαστε εντάξει με αυτή τη ρύθμιση» σημειώνει. «Αλλά η πτώση συνεχίστηκε ακάθεκτη και πέρυσι».

Η πρακτική να ζητούν τα πιστωτικά ιδρύματα εξασφαλίσεις από την προσωπική περιουσία των μετόχων ανωνύμων εταιρειών είναι ιδιαζόντως ελληνική, εξηγεί στην «Κ» ο Αλέξανδρος Ρόκας, διδάκτωρ Νομικής και εταίρος του δικηγορικού γραφείου «Ποταμίτης Βεκρής», ο οποίος ειδικεύεται σε ζητήματα Πτωχευτικού Δικαίου. «Μόνο στην Ελλάδα ζητούν οι τράπεζες από μεγαλομετόχους Α.Ε. να δίνουν προσωπικές εγγυήσεις και να υποθηκεύουν τα σπίτια τους για να έχει πρόσβαση η εταιρεία σε δάνεια. Καταργείται έτσι στην πράξη η έννοια της περιορισμένης ευθύνης – κάτι που οφείλεται, φυσικά, και στο μικρό μέγεθος και την οικογενειακή δομή πολλών ελληνικών Α.Ε.».

Τα όρια της ρύθμισης για τα χρέη των επιχειρήσεων

H ρύθμιση του υπουργείου Ανάπτυξης που συζητείται αυτές τις μέρες στη Βουλή αφορά 180.000 επιχειρήσεις και μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 10,8 δισ. ευρώ. Ο Βασίλης Κορκίδης, πρόεδρος της ΕΣΕΕ, χαρακτηρίζει «δίκαιη» τη ρύθμιση αλλά λέει ότι άργησε πολύ. «Αν είχε ληφθεί αυτό το μέτρο πριν από δύο χρόνια, σε συνδυασμό με τη ρύθμιση των οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά Ταμεία, θα είχαν σωθεί οι μισές από τις 230.000 επιχειρήσεις που έκλεισαν» λέει στην «Κ». Πέρα από την καθυστέρηση, στελέχη της αγοράς εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για το γεγονός ότι εγκαταλείφθηκε το αρχικό σχέδιο να συνοδεύεται η όποια διαγραφή τραπεζικών χρεών από αντίστοιχη (ίσου ποσοστού) διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά Ταμεία. Επιπλέον, το ποιοι πρέπει να σωθούν παραμένει, σύμφωνα με το κείμενο του νομοσχεδίου, στη «διακριτική ευχέρεια» των τραπεζών. Ειδικές μονάδες έχουν αναλάβει την ανάλυση του χαρτοφυλακίου των προβληματικών δανείων και την εξεύρεση εξατομικευμένων λύσεων.

Οι μονάδες αυτές, που προέκυψαν ως ανεξάρτητες διευθύνσεις, καθώς η κρίση μετέτρεψε τις καθυστερήσεις σε πανδημία, απασχολούν σήμερα – μαζί με εξωτερικούς συνεργάτες (δικηγόρους, εισπράκτορες κ.ο.κ.) - 2.000 ή και περισσότερα άτομα στις συστημικές τράπεζες. Οι εταιρικοί οφειλέτες χωρίζονται σε μικρούς (με ετήσια έσοδα κατά κανόνα κάτω από 2,5 εκατ. ευρώ), μικρομεσαίους και corporate (τζίρος άνω των 75 εκατ. ευρώ). Το πρόβλημα, σύμφωνα με τον Χρήστο Βουσβούνη, διευθυντή της μονάδας της Eurobank, είναι ότι «στο όριο των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η αξιολόγηση της κατά περίπτωση επιχειρησιακής βιωσιμότητας μιας εταιρείας είναι ιδιαίτερα δύσκολη, λόγω της έλλειψης αξιόπιστων οικονομικών στοιχείων και προβλέψεων». Ετερη υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή αναφέρει, στο ίδιο πνεύμα, ότι «το πρόβλημα σήμερα είναι οι μικρές και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Εκεί ο αριθμός είναι πολύ μεγάλος. Οι τράπεζες δεν μπορούν να γίνουν εταιρείες συμμετοχών».

Πηγή: Καθημερινή

Τα cookies μας διευκολύνουν να σας παρέχουμε τις υπηρεσίες μας. Με τη χρήση των υπηρεσιών μας επιτρέπετε να χρησιμοποιούμε cookies.