fbpx
Skip to main content

Άρθρο – Οι άδειες των εργαζομένων

1. Η νομοθεσία που διέπει την κανονική άδεια

Η κανονική άδεια ή άδεια ανάπαυσης ή άδεια αναψυχής, καθιερώθηκε με τον ΑΝ.539/1945, όπως αυτός έχει μεταγενέστερα τροποποιηθεί (με σημαντικότερη τροποποίηση αυτή του Ν.3302/2004) και χορηγείται με αποδοχές σε όλους τους μισθωτούς που συνδέονται με τον εργοδότη τους με σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου (χωρίς να ενδιαφέρει το άκυρο αυτής).

Οι διατάξεις του Α.Ν.539/1945 που αφορούν τόσο την ετήσια άδεια όσο και το επίδομα άδειας είναι αναγκαστικού δικαίου και ως εκ τούτου, αφενός δεν είναι νόμιμη οποιαδήποτε συμφωνία με την οποία περιορίζονται τα δικαιώματα αυτά των μισθωτών, αφετέρου όλοι οι εργαζόμενοι δικαιούνται ετήσια κανονική άδεια, καθώς το καθεστώς των αδειών δεν επηρεάζεται από την ισχύ των εκάστοτε συλλογικών συμβάσεων, εκτός εάν σε αυτές προβλέπεται ευνοϊκότερη μεταχείριση. Κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού περί εγκαταλείψεως ή παραιτήσεως του δικαιώματος αδείας ακόμα και εάν προβλέπει σε αποζημίωση αυτής θεωρείται ανύπαρκτη. (άρθρο 5 παρ. 1 του Ν.539/1945)

   2.  Ποιες ημέρες υπολογίζονται στην άδεια

Κατά το άρθρο 2, παρ. 1 και 3 του Α.Ν.539/1945, στην άδεια υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Δεν συμπεριλαμβάνονται δηλαδή οι Κυριακές, οι αργίες και οι ημέρες ασθενείας (κατά τις οποίες ο μισθωτός παρέμεινε στο σπίτι του ή νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο), που εμπίπτουν στο διάστημα της άδειας. Για τους μισθωτούς πενθήμερης εργασίας δεν περιλαμβάνεται στον αριθμό ημερών αδείας η έκτη ημέρα, κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας.

    3. Η διάρκεια της άδειας (βάσει άρθρου 2, παρ. 1 Α.Ν.539/1945)

Α) Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος*

Για το πρώτο ημερολογιακό έτος (δηλαδή για το έτος εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός), υφίσταται υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου αναλογία-ποσοστό των ημερών αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, βάσει του χρονικού διαστήματος απασχόλησης στο έτος αυτό. Η αναλογία της άδειας, η οποία υπολογίζεται επί των 20 -επί πενθημέρου- και των 24 -επί εξαημέρου- ημερών, θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη έως την 31η Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους πρόσληψης ακόμη και αν δεν έχει ζητηθεί από τους εργαζόμενους. Άρα σε κάθε μήνα αντιστοιχούν 24/12=2 εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου και 20/12=1,67 ημέρες επί πενθημέρου συστήματος εργασίας.

Η αξίωση για άδεια γεννάται αυτόματα με την έναρξη της απασχόλησης και είναι ανάλογη του χρόνου απασχόλησης. Βασική μονάδα υπολογισμού είναι ο μήνας, οπότε η αξίωση γεννάται μετά το πέρας του πρώτου μήνα απασχόλησης.

* Έστω πρόσληψη στις 1/10/20Χ0. Τότε:

=> Ημερολογιακό έτος: 1/1/20Χ0 - 31/12/20Χ0

=> Εργασιακό έτος: 1/10/20Χ0 - 30/9/20Χ1

Β) Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος

Για το δεύτερο ημερολογιακό έτος η άδεια είναι και πάλι ανάλογη προς τους μήνες απασχόλησης, ως εξής:

- Για το διάστημα έως τη συμπλήρωση του πρώτου εργασιακού έτους*, ο εργαζόμενος επί εξαημέρου δικαιούται αναλογία 24/12=2 ημερών για κάθε μήνα απασχόλησης, ενώ επί πενθημέρου δικαιούται αναλογία 20/12=1,67 ημερών για κάθε μήνα απασχόλησης.

- Για το διάστημα από τη συμπλήρωση του πρώτου εργασιακού έτους έως τη λήξη του δεύτερου ημερολογιακού, ο εργαζόμενος επί εξαημέρου δικαιούται αναλογία 25/12=2,083 ημερών για κάθε μήνα απασχόλησης, ενώ επί πενθημέρου δικαιούται αναλογία 21/12=1,75 ημερών για κάθε μήνα απασχόλησης.

Στο τέλος του δεύτερου ημερολογιακού έτους όμως, θα πρέπει να έχει λάβει συνολικά 25 ή 21 ημέρες αντίστοιχα.

Γ) Από το τρίτο ημερολογιακό έτος και εφεξής

Για το τρίτο και για κάθε επόμενο έτος, ο μισθωτός δικαιούται ολόκληρη την άδεια, καθώς και το επίδομα αδείας, μετά την 1η Ιανουαρίου. Οι μισθωτοί με εξαήμερο σύστημα δικαιούνται 26 εργάσιμες ημέρες ετησίως, ενώ αυτοί με πενθήμερο δικαιούνται 22.

Δ) Ειδικές περιπτώσεις

=> Για όσους έχουν προϋπηρεσία στον ίδιο εργοδότη πάνω από δέκα (10) έτη το ανώτατο όριο ημερών αδείας ανέρχεται στις 25 ημέρες επί πενθήμερου εργασίας και 30 ημέρες επί εξαήμερου. Το ίδιο αυτό δικαίωμα υφίσταται και σε περίπτωση προϋπηρεσίας δώδεκα (12) ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας. (άρθρο 6 ΕΓΣΣΕ 2000)

=> Από 1/1/2008 και έπειτα, αν συμπληρωθεί χρόνος υπηρεσίας 25ετίας θεμελιώνεται μετά δικαίωμα για μια επιπλέον εργάσιμη ημέρα, δηλαδή συνολικά εκ 26 και 31 ημερών για κάθε σύστημα εργασίας αντίστοιχα. (άρθρο 3 ΕΓΣΣΕ 2008)

Παράδειγμα

Έστω μισθωτός ο οποίος προσλαμβάνεται σε επιχείρηση στις 15/10.

α) Για το 1ο ημερολογιακό έτος ο πενθήμερος μισθωτός δικαιούται άδεια ως εξής:

Ημέρες που δικαιούται έως 31/12: 2,5 μήνες απασχόλησης x 1,67 = 4,17 → δικαιούται 4 ημέρες στρογγυλοποιημένες.

Ενώ ο εξαήμερος δικαιούται 2,5 x 2 = 5 ημέρες άδεια.

β) Εφόσον συμπληρώσει το 2ο ημερολογιακό έτος, ο πενθήμερος μισθωτός δικαιούται 21 μέρες άδειας, ενώ ο εξαήμερος 25 μέρες.

Εάν όμως δεν συμπληρώσει το 2ο ημερολογιακό έτος, τότε:

- Εάν η σχέση εργασίας λυθεί έως τις 15/10 του έτους αυτού, ο πενθήμερος δικαιούται αναλογία άδειας η οποία θα εξευρεθεί εάν πολλαπλασιάσουμε τους μήνες απασχόλησης επί το συντελεστή 1,67 (20/12). Π.χ. εάν απολύθηκε στις 15/10 δικαιούται 9,5 μήνες x 1,67 = 15,83 → 16 μέρες.

- Εάν η σχέση εργασίας λυθεί μετά την 15/10 και πριν την 31/12 του δεύτερου ημερολογιακού έτους, τότε δικαιούται, εκτός από τις παραπάνω 16 μέρες, και την αναλογία άδειας βάσει νέου συντελεστή 1,75 (21/12). Π.χ. εάν απολύθηκε την 30/11, η αναλογία άδειας από 15/10 και μετά είναι 1,75 x 1,5 μήνας = 2,625 → 3 μέρες, οπότε δικαιούται συνολικά 16 + 3 = 19 μέρες άδεια.

Αντιστοίχως εργαζόμαστε και για τον εξαήμερο, με τη διαφορά ότι οι συντελεστές είναι 2 και 2,083 για το διάστημα πριν και μετά την 15/10 του δεύτερου ημερολογιακού έτους αντίστοιχα.

γ) Για το 3ο έτος ο πενθήμερος μισθωτός δικαιούται άδεια 22 ημέρες, ενώ ο εξαήμερος δικαιούται άδεια 26 ημέρες. Την άδεια αυτή τη δικαιούνται ολόκληρη από την 1η Ιανουαρίου του τρίτου ημερολογιακού έτους.

    4. Χρόνος χορήγησης της άδειας - Κατάτμηση άδειας

Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας συμφωνείται μεταξύ εργοδότη και μισθωτού με την έναρξη κάθε νέου ημερολογιακού έτους (1η Ιανουαρίου) και μπορεί να την λάβει μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα, χωρίς αυτό το αίτημα να συνιστά τυπική προϋπόθεση της χορηγήσεως της αδείας, αλλά να αποσκοπεί στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωση για τη χορήγηση της αδείας (ΑΠ 809/2010).

Τουλάχιστον οι μισοί από τους μισθωτούς πρέπει να πάρουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου.

Επίσης, ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει σε όλους τους μισθωτούς της επιχείρησής του την άδεια που δικαιούνται, πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν αυτοί δεν την ζήτησαν (άρθρο 4, παρ. 1 του Α.Ν.539/1945).

Κατά τα δύο πρώτα ημερολογιακά έτη η άδεια χορηγείται κατ’ αναλογία των μηνών απασχόλησης, ενώ από το τρίτο έτος και μετά χορηγείται ολόκληρη και αδιαίρετη. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η κατάτμηση της άδειας (παρ. ΙΑ.14.3. του Ν.4093/2012) στις εξής τρεις περιπτώσεις:

i) Επιτρέπεται, η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του αυτού ημερολογιακού έτους σε δύο περιόδους, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη περίοδος της αδείας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι (6) εργασίμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων των δώδεκα (12) εργασίμων ημερών.

ii) Η κατάτμηση του χρόνου αδείας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δύο περιόδων, από τις οποίες η μία πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, επί πενθημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του εργαζόμενου προς τον εργοδότη για την οποία δεν απαιτείται έγκριση από την αρμόδια Υπηρεσία του ΣΕΠΕ. Η αίτηση αυτή του εργαζόμενου, καθώς και η απόφαση του εργοδότη, θα πρέπει να είναι ελέγξιμη από τους Επιθεωρητές Εργασίας, διατηρούμενη επί πενταετία, στην επιχείρηση, για τον σκοπό αυτό. Σε περίπτωση κατά την οποία η αίτηση του εργαζόμενου, καθώς και η έγκριση του εργοδότη λαμβάνουν χώρα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, θα πρέπει η σχετική αλληλογραφία, με την ημερομηνία πραγματοποίησής της, να εκτυπώνεται, σε περίπτωση ελέγχου, από τα αρμόδια όργανα της Επιθεώρησης Εργασίας, ούτως ώστε με τον τρόπο αυτό να πληρούται ο σκοπός της σχετικής νομοθετικής διατάξεως. (σχ. έγγραφο 37506/730/2014)

iii) Σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που απασχολούν τακτικό και εποχικό προσωπικό και παρουσιάζουν ιδιαίτερη σώρευση εργασίας που οφείλεται στο είδος ή στο αντικείμενο εργασιών τους, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, για το τακτικό προσωπικό, ο εργοδότης δύναται να χορηγεί το τμήμα της αδείας των 10 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή 12 επί εξαημέρου, οποτεδήποτε εντός του ημερολογιακού έτους.

    5. Αποδοχές αδείας

Σύμφωνα με το άρθρο 3, παρ. 1 του Α.Ν.539/45, κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη τις "συνήθεις αποδοχές" που θα ελάμβανε, αν πραγματικά απασχολούνταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του. Συγκεκριμένα:

  • Οι αμειβόμενοι με ημερομίσθιο δικαιούνται τα αντίστοιχα ημερομίσθια για όσες ημέρες άδειας έλαβαν. Ειδικά για τους ημερομίσθιους με πενθήμερο σύστημα εργασίας και προκειμένου για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας τους, στις ημέρες άδειας υπολογίζεται - εκτός από τις εργάσιμες - και η έκτη ημέρα κατά την οποία κανονικά δεν εργάζονται λόγω του 5νθημέρου. Ως ημερομίσθιο δε, λαμβάνεται το 1/6 της εβδομαδιαίας αμοιβής τους.
  • Οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό δικαιούνται το 1/25 του μισθού τους, ανεξαρτήτως 5νθήμερου ή εξαήμερου, για κάθε ημέρα άδειας που λαμβάνουν. Παρομοίως, προκειμένου για τον προσδιορισμό των αποδοχών αδείας των πενθήμερων μισθωτών, στις ημέρες άδειας υπολογίζεται -εκτός από τις εργάσιμες- και η έκτη ημέρα κατά την οποία κανονικά δεν εργάζονται λόγω του 5νθημέρου. Δηλαδή, κατά το πρώτο έτος οι αμειβόμενοι με μισθό θα λάβουν τα 24/25 του μισθού τους, ενώ από το δεύτερο και μετά δικαιούνται 1 μισθό (25/25), ανεξαρτήτως 5νθήμερου ή 6ήμερου.

Κατά συνέπεια, οι αποδοχές άδειας είναι οι ίδιες τόσο για εργαζόμενους που απασχολούνται με 5νθήμερο όσο και για αυτούς που απασχολούνται με 6ήμερο σύστημα εργασίας, διότι ως γνωστόν η αμοιβή για την 6η μέρα οφείλεται και στο 5νθήμερο σύστημα.

Στην έννοια των συνήθων αποδοχών περιλαμβάνεται ό,τι καταβάλλεται στο μισθωτό τακτικά, αδιάλειπτα και ανεπιφύλακτα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης από αυτόν εργασίας του, δηλαδή τόσο ο πάγιος μισθός ή το ημερομίσθιο, όσο και κάθε είδους πρόσθετες συμπληρωματικές παροχές, είτε σε χρήμα είτε σε είδος. Η νομολογία έχει κρίνει ότι συνήθεις αποδοχές θεωρούνται οι πρόσθετες αμοιβές, οι προσαυξήσεις για κυριακάτικη εργασία και υπερωριακή εργασία, εφόσον παρέχονται κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο, για υπερεργασία, εργασία το Σάββατο στο πενθήμερο σύστημα. Με τις ίδιες προϋποθέσεις αναγνωρίζεται και η προσαύξηση για νυχτερινή εργασία. Στις αποδοχές αδείας δεν υπολογίζεται η αποζημίωση για παράνομη υπερωριακή απασχόληση.

Παράδειγμα

Εργαζόμενος ο οποίος προσελήφθη 5.8.2015, πρέπει να λάβει έως 31.12.2015: 20/12 επί 5 μήνες ως άδεια και το ανάλογο επίδομα αδείας.

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος 2016, θα λάβει μέχρι 31.12.2016 τμηματικά ή στο σύνολο την 31.12.2016, 21 ημέρες επί πενθημέρου και 25 ημέρες επί εξαημέρου, καθώς και το αναλογούν επίδομα αδείας.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η 21η ημέρα (επί πενθημέρου) ή η 25η ημέρα (επί εξαημέρου) προστίθεται μετά την 5.8.2016, χρονικό σημείο συμπλήρωσης έτους απασχόλησης.

Συνεπώς, από 1.1.2016 έως 5.8.2016 η αναλογία αδείας υπολογίζεται σε 20/12 επί 8 μήνες, το δε χρονικό διάστημα από 6.8.2016 έως 31.12.2016 υπολογίζεται σε 21/12 επί 4 μήνες.

Από 1.1.2017 και σε κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος ο εργαζόμενος δικαιούται να λαμβάνει μέχρι 31 Δεκεμβρίου ολόκληρη την ετήσια άδεια με αποδοχές και το επίδομα αδείας.

   6. Επίδομα άδειας

Εκτός από τις αποδοχές της άδειας ο μισθωτός δικαιούται και επίδομα αδείας (παρ. 16 του άρθρου 3 του Ν.4504/66). Για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος τρόπος, καθώς ακολουθεί τις αποδοχές αδείας και τον τρόπο υπολογισμού τους, με τον περιορισμό, όμως, ότι το επίδομα αδείας δεν μπορεί να ξεπεράσει το μισό μισθό ή τα δεκατρία (13) ημερομίσθια εάν έχουμε την περίπτωση αμειβόμενου με ημερομίσθιο ή κατά μονάδα εργασίας ή ποσοστά ή με άλλο τρόπο. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει στις περιπτώσεις, όπου ο μισθωτός μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος έχει  απασχοληθεί σε περισσότερους από δύο εργοδότες δεδομένου ότι για κάθε σύμβαση οφείλεται αναλογία επιδόματος αδείας (π.χ. καθηγητές φροντιστηρίων, οι οποίοι απασχολούνται με σύμβαση ορισμένου χρόνου σε πάνω από μια επιχειρήσεις στο ίδιο ημερολογιακό έτος.

Το επίδομα άδειας, όπως και οι αποδοχές άδειας, προκαταβάλλονται στον δικαιούχο μισθωτό κατά την ημέρα λήψης της άδειας. Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει 2 ημερολογιακά έτη στον ίδιο εργοδότη, το δικαίωμά του επί ολόκληρου του ετήσιου επιδόματος άδειας κατοχυρώνεται από την 1/1 του τρίτου ημερολογιακού έτους και εφεξής.

Το επίδομα αδείας θεωρείται μέρος των τακτικών αποδοχών του μισθωτού και συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών, καθώς και της αποζημίωσης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Κάθε εργαζόμενος που απολύεται ή αποχωρεί οικειοθελώς από την επιχείρηση στην οποία εργάζεται, και δεν έχει πάρει άδεια και επίδομα αδείας, δικαιούται αυτό να του χορηγηθεί με την λύση της εργασιακής του σχέσης.

    7. Μεταφορά αδείας και αποζημίωση λόγω μη λήψης αυτής

Η κανονική άδεια θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει εξαντληθεί έως την 31η Δεκεμβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους, ακόμη και εάν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο.  Δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται μεταφορά της αδείας σε επόμενο έτος ή σε μεθεπόμενα έτη, έστω και αν αυτό έγινε με τη συναίνεση του εργαζομένου, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική με τη λήξη του ημερολογιακού έτους.

Άκυρη είναι, επίσης, και η παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των αντίστοιχων αποδοχών αδείας του.

Επισημαίνεται δε, ότι, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του Ν.Δ.3755/1957, με το οποίο προστέθηκε εδάφιο στην παρ.1 του άρθρου 5 του Α.Ν.539/1945, καθώς και τη σχετική νομολογία, σε περίπτωση μη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια κλπ.), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους (ή εντός της προβλεπόμενης χρονικής διάρκειας συμβάσεως ορισμένου χρόνου), ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100% (Α.Π.1568/99, Α.Π.581/99, Α.Π.331/2003). Εύλογο είναι ότι το ίδιο ισχύει και επί συμβάσεων ορισμένου χρόνου των οποίων η διάρκεια έληξε χωρίς να έχει χορηγηθεί η νομίμως προβλεπόμενη άδεια.

Για τη θεμελίωση όμως της αξιώσεως του εργαζόμενου προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαυξήσεως, που έχει τον χαρακτήρα ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν την χορήγησε. (Α.Π.1174/2014)

Η ανωτέρω προσαύξηση 100% δεν ισχύει για το επίδομα αδείας.

    8. Ασφαλιστικές εισφορές και Φ.Μ.Υ. επί των αποδοχών και του επιδόματος αδείας

Γενικά, τόσο οι αποδοχές άδειας όσο και το επίδομα άδειας υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές.

Οι αποδοχές μη ληφθείσας άδειας κατά τη λύση της σύμβασης δεν υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές διότι έχουν το χαρακτήρα της αποζημίωσης. Αντίθετα, οι εν λόγω αποδοχές υπόκεινται σε εισφορές όταν συνεχίζεται η σχέση εργασίας. Το επίδομα άδειας σε κάθε περίπτωση υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές.

Η προσαύξηση 100%, λόγω μη λήψης της άδειας με υπαιτιότητα του εργοδότη, σε κάθε περίπτωση δεν υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές.

Όλα τα παραπάνω εισοδήματα φορολογούνται ως εισόδημα από μισθωτή εργασία κατά ρητή διατύπωση του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν.4172/2013. Ως εκ τούτου υπόκεινται σε παρακράτηση Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών (Φ.Μ.Υ.).

   9.  Άδεια στη διαλείπουσα και εκ περιτροπής εργασία

Σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 2 του Α.Ν.539/1945, “σε περίπτωση διαλείπουσας εργασίας ή εκ περιτροπής εργασίας, ο μισθωτός δικαιούται, μετά τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης σχέσης εργασίας στην επιχείρηση, κάθε ημερολογιακό έτος, άδεια με αποδοχές ίση με το ένα δωδέκατο της άδειας που προβλέπεται από αυτόν το νόμο ή άλλη ειδικότερη διάταξη (π.χ. για το πρώτο έτος 24x1/12 = 2 ημέρες), για κάθε μήνα απασχόλησης από την πρόσληψη του, αν η άδεια χορηγείται για πρώτη φορά, ή από τη λήψη της άδειας του προηγούμενου έτους, μέχρι την ημέρα έναρξης της άδειας. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου ως μήνας λογίζονται είκοσι πέντε (25) ημέρες απασχόλησης. Αν προκύπτει κατά τον υπολογισμό αυτής της παραγράφου, κλάσμα χρόνου άδειας, που υπερβαίνει τη μισή ημέρα, το κλάσμα στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα.”

Με βάση την ως άνω διάταξη, οι παραπάνω μισθωτοί δικαιούνται 2 ημέρες άδεια για κάθε 25 πραγματοποιηθείσες, χωρίς να ενδιαφέρει εάν εργάζονται με το 5νθήμερο ή 6μερο σύστημα. Ως ημέρες άδειας για τους εν λόγω μισθωτούς νοούνται οι εργάσιμες ημέρες και όχι οι ημέρες της εβδομάδας κατά τις οποίες δεν απασχολούνται.

Οι μερικώς απασχολούμενοι μισθωτοί έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επίδομα αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους, για τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του α.ν.539/1945, όπως ισχύει. (Ν.1892/1990, άρθρο 38, παρ. 10)

Παράδειγμα

Μισθωτός προσελήφθη την 1/6/2015 και απασχολείται 3 μέρες την εβδομάδα επί 5 ώρες (15ωρο εβδομαδιαίως). Ο μισθός σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης είναι 1.000 ευρώ.

Έως την 31/12 απασχολήθηκε συνολικά: 3 μέρες x 4 εβδομάδες/μήνα x 7 μήνες = 84 μέρες, για τις οποίες δικαιούται άδεια 84 x 2/25 = 6,72 ημέρες ή μετά τη στρογγυλοποίηση 7 ημέρες άδεια.

Ωρομίσθιο = 1.000 x 0,006 = 6 ευρώ

Ημερήσια αμοιβή 5ώρου = 6 ευρώ x 5 ώρες = 30 ευρώ

Αποδοχές άδειας = 7 ημέρες x 30 ευρώ = 210 ευρώ

Επειδή ο μισθός του μερικώς απασχολούμενου είναι 375 ευρώ (1.000 x 15ώρες/40 ώρες εβδομαδιαίως), θα λάβει επίδομα άδειας 375/2 = 187,50 ευρώ, διότι αυτό δεν δύναται να ξεπερνά το ήμισυ του μισθού.

    10. Ομαδικές άδειες

Πολλές επιχειρήσεις χορηγούν τις άδειες σε ολόκληρο το προσωπικό τους ταυτόχρονα την ίδια εποχή, όταν η επιχείρηση «κλείνει» και διακόπτει τις εργασίες της, συνήθως κατά την περίοδο του καλοκαιριού. Ζήτημα προκύπτει ως προς την καταβολή των αποδοχών άδειας στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος δεν δικαιούται (ή δεν  επιθυμεί) να λάβει άδεια κατά το χρονικό διάστημα που η επιχείρηση «κλείνει», είτε επειδή είναι νεοπροσλαμβανόμενος και δεν έχει συμπληρώσει το απαιτούμενο διάστημα υπηρεσίας, είτε επειδή έχει λάβει ήδη σε προγενέστερο χρόνο τις ημέρες άδειας που δικαιούται, είτε επειδή επιθυμεί να τις λάβει σε μεταγενέστερο χρόνο. Στις περιπτώσεις αυτές, κομβικής σημασίας είναι η ενημέρωση των εργαζομένων κατά την πρόσληψη και η συμφωνία αυτών. Βάσει των ανωτέρω, διακρίνουμε τα εξής δύο ενδεχόμενα:

α) Σε περίπτωση που ο μισθωτός έχει ενημερωθεί κατά την πρόσληψή του για το σύστημα ομαδικών αδειών που εφαρμόζει η επιχείρηση και έχει συμφωνήσει με αυτό, τότε δεν θα λάβει αποδοχές αδείας για τις ημέρες που υπερβαίνουν τις ημέρες άδειας που δικαιούται. Η συμφωνία του εργαζόμενου εκφράζεται με την υπογραφή της ατομικής του σύμβασης εργασίας ή άλλης συλλογικής σύμβασης ή με άλλη έγγραφη συμφωνία μεταξύ αυτού (ή των αντιπροσώπων του) με τον εργοδότη περί του θέματος.

β) Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν είναι ενήμερος και δεν έχει συμφωνήσει περί ομαδικών αδειών, δικαιούται κανονικά τις αποδοχές που θα ελάμβανε εάν η επιχείρηση λειτουργούσε.

Εάν η επιχείρηση εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους και για πρώτη φορά αποφάσισε να διακόψει τις εργασίες της και να χορηγήσει ομαδικές άδειες στο προσωπικό, οι μισθωτοί οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν λάβει την κανονική άδειά τους, δικαιούνται τις αποδοχές που θα ελάμβαναν εάν εργάζονταν κανονικά.

    11. Λύση της σχέσης εργασίας

Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια (άρ.1, παρ.3 του Ν.1346/1983). Ως εκ τούτου και εφόσον κατά το χρονικό σημείο της λύσεως της σχέσης εργασίας δεν έχει εξαντληθεί το δικαίωμα της άδειας, προκύπτουν οι εξής περιπτώσεις:

α. Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος (εντός του οποίου προσελήφθη) ο μισθωτός δικαιούται να λάβει αποδοχές αδείας ίσες με 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης. Επίσης, δικαιούται 2 ημερομίσθια ανά μήνα, ως επίδομα αδείας, (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).

β. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται επίσης 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης και άλλα 2 ημερομίσθια ανά μήνα ως επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).

γ. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και για τα επόμενα οφείλονται αποδοχές πλήρους αδείας και επιδόματος αδείας, που αντιπροσωπεύουν αυτές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός εάν ελάμβανε την άδειά του κατά το χρονικό διάστημα της λύσης της σχέσης εργασίας.

Παράδειγμα

Εργαζόμενος ο οποίος προσελήφθη 5.3.2015, δικαιούται μέχρι την 31.12.2015, 20/12 επί 10 μήνες ως άδεια, καθώς και ανάλογο επίδομα αδείας (στο παράδειγμά μας πλήρες). Εάν στο ίδιο παράδειγμα η σχέση εργασίας λυθεί το 10ο μήνα και ο μισθωτός έχει λάβει μέρος αδείας μέχρι τον 6ο μήνα, δικαιούται να λάβει την αναλογία από τον 7ο έως το 10ο ως εκ τούτου 4 μήνες επί 2 = 8 ημερομίσθια ως άδεια και τα υπολειπόμενα ημερομίσθια ως επίδομα αδείας μέχρι τη συμπλήρωση μισού μηνιαίου μισθού.

    12. Καταγγελία σύμβασης κατά την άδεια

Η καταγγελία της σύμβασης απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της κανονικής άδειας του μισθωτού από τον εργοδότη, σε περίπτωση όμως που γίνει, αυτή θεωρείται άκυρη (άρθρο 5 παρ. 6 του Α.Ν.539/45).

    13. Συμψηφισμός αδειών

Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, εκτός από την ετήσια κανονική άδεια τους, δικαιούνται βάσει Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και Νόμων, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται.

Οι ειδικές άδειες δεν συμψηφίζονται με την κανονική άδεια, ανεξάρτητα εάν αυτό ορίζεται στις διατάξεις που τις προβλέπουν ή όχι. Αυτό διότι, όπως αναλύσαμε παραπάνω, ο Α.Ν.539/1945 ορίζει ότι οι ημέρες της κανονικής άδειας αφορούν αποκλειστικά εργάσιμες ημέρες. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που η ειδική άδεια συμπέσει με την κανονική, η κανονική άδεια διακόπτεται, ο εργαζόμενος λαμβάνει την ειδική άδεια και όταν αυτή τελειώσει, αρχίζει να λαμβάνει και πάλι το υπόλοιπο μέρος της κανονικής. Σε αυτή την περίπτωση δηλαδή, η κανονική άδεια επί της ουσίας παρατείνεται κατά τόσες ημέρες όσες είναι η ειδική.

Παράδειγμα

Εργαζόμενος με πενθήμερο σύστημα εργασίας λαμβάνει κανονική άδεια για το χρονικό διάστημα 4-22/8/2014, ήτοι 14 εργάσιμες ημέρες (διότι δεν προσμετράται η 15η Αυγούστου ως εξαιρέσιμη εορτή).

Εάν υποθέσουμε ότι ο εν λόγω εργαζόμενος παντρεύεται στις 18 του μήνα, δικαιούται άδεια γάμου 5 ημερών για το χρονικό διάστημα 18-22/8. Σε αυτή την περίπτωση η κανονική άδεια διακόπτεται πριν την 18/8 και συνεχίζεται μετά τη λήξη της ειδικής (δηλ. μετά τις 22/8). Κατά συνέπεια, η κανονική του άδεια παρατείνεται κατά 5 ημέρες, καθότι δεν δύναται οι ημέρες της άδειας γάμου να προσμετρηθούν, ως μη εργάσιμες, στις ημέρες κανονικής άδειας. Εάν δε, η κανονική άδεια δεν παραταθεί κατά τα ανωτέρω, ο εργοδότης οφείλει να χορηγήσει τις 5 αυτές μέρες της συμπληρωματικής άδειας, έως το τέλος του 2014.

   14.  Βιβλίο αδειών

Σύμφωνα με την περίπτωση 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ.5 του άρθρου πρώτου του Ν.4254/2014, που αντικατέστησε την παράγραφο 3 του άρθρου 4 του α.ν.539/1945, κάθε εργοδότης οφείλει να τηρεί ειδικό βιβλίο, το οποίο δύναται να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων. Στο «Βιβλίο Αδειών», που αποβλέπει στην αποτύπωση της πραγματικής εικόνας της επιχείρησης, θα πρέπει να καταχωρίζεται το σύνολο των εργαζομένων της επιχείρησης, δεδομένου ότι οι διατάξεις περί χορήγησης ετήσιας κανονικής άδειας είναι αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς όλοι οι εργαζόμενοι δικαιούνται ετήσια κανονική άδεια.

Το ειδικό βιβλίο ή οι μηχανογραφημένες σελίδες πρέπει να φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη «Βιβλίο αδειών» και να περιλαμβάνει τις παρακάτω στήλες:

  •     ονοματεπώνυμο μισθωτών
  •     ημερομηνία πρόσληψης
  •     αριθμός δικαιούμενων ημερών αδείας
  •     χρονολογία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας
  •     αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας

Ειδικώς, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας συμπληρώνονται στο σύνολό τους μέχρι το τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους λήψης της κανονικής άδειας.

Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. που ασκούν τον έλεγχο και την εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος.

   15.  Έντυπο Ε11

Με την περίπτωση 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ.5 του άρθρου πρώτου του Ν.4254/2014, που αντικατέστησε την παρ. 3 του άρθρου 4 του α.ν.539/1945, προβλέπεται ότι οι εργοδότες έχουν την υποχρέωση να γνωστοποιούν ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» με το έντυπο Ε11, στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, σε βάρος του εργοδότη, κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν.3996/2011 όπως ισχύει.

Στο έντυπο Ε11 (Γνωστοποίηση στοιχείων ετήσιας κανονικής άδειας), θα πρέπει να καταχωρούνται, εντός του μηνός Ιανουαρίου (από 1/01 έως και 31/01 εκάστου έτους), στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος και έχουν καταχωρισθεί στο ειδικό «Βιβλίο Αδειών». Σημειώνεται ότι η σχετική προθεσμία ηλεκτρονικής υποβολής του εν λόγω εντύπου παρατάθηκε για το έτος 2015, έως την 30ή Απριλίου 2015.

Επομένως, με βάση τα στοιχεία που έχουν καταχωρισθεί στο ειδικό «Βιβλίο Αδειών», αναφορικά με τις δικαιούμενες και τις πραγματικά χορηγηθείσες ημέρες αδείας του συνόλου των εργαζομένων και σύμφωνα με τις αντίστοιχες πραγματικά καταβληθείσες αποδοχές χορηγηθείσας αδείας και επιδόματος αδείας, θα συμπληρώνεται αντίστοιχα και το έντυπο Ε11. Πιο συγκεκριμένα:

  • Σε περίπτωση κατά την οποία, χορηγήθηκε το σύνολο της νομίμως δικαιούμενης άδειας εντός του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος, υφίσταται υποχρέωση συμπλήρωσης των αντίστοιχων στηλών του Εντύπου Ε11.
  • Σε περίπτωση, κατά την οποία, παρανόμως δεν χορηγήθηκε το σύνολο της νομίμως δικαιούμενης άδειας εντός του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος, συμπληρώνεται, μεταξύ των άλλων, ο αριθμός των χορηγηθεισών ημερών αδείας (εάν υφίστανται), καθώς και οι πραγματικώς καταβληθείσες αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας.
  • Σε περίπτωση, λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού (όπως ιδίως, καταγγελία σύμβασης ή οικειοθελή αποχώρηση) με οποιονδήποτε τρόπο πριν χορηγηθεί το σύνολο της αδείας, εκτός της συμπλήρωσης των σχετικών στηλών του εντύπου Ε11, θα πρέπει να αναγράφεται στη στήλη των παρατηρήσεων, ο λόγος της μη χορήγησης του συνόλου της δικαιούμενης άδειας.
  • Τέλος, εάν ο λόγος μη χορήγησης του συνόλου ή μέρους της δικαιούμενης αδείας είναι η αντικειμενική αδυναμία χορήγησής της, εκ μέρους του εργοδότη, όπως ιδίως λόγω μακροχρόνιας ασθένειας, ειδικών αδειών που οφείλονται σε εγκυμοσύνη/μητρότητα, άδειας άνευ αποδοχών, στράτευσης κλπ., του εργαζομένου, θα πρέπει, εκτός της συμπλήρωσης των σχετικών στηλών του εντύπου Ε11, να αναγράφεται στη στήλη των παρατηρήσεων η αιτία της μη χορήγησης του συνόλου της δικαιούμενης άδειας. (σχ. έγγραφο 3631/87/27.1.2015)

Πηγή: Taxpress.gr

Τα cookies μας διευκολύνουν να σας παρέχουμε τις υπηρεσίες μας. Με τη χρήση των υπηρεσιών μας επιτρέπετε να χρησιμοποιούμε cookies.