fbpx
Skip to main content

Λογιστικός Σύλλογος Αθηνών - LSA.gr

Ερώτημα: Χρόνος καταγγελίας σύμβασης από εργαζόμενο

Ερώτημα: Εργαζόμενος μισθωτός σε ΑΕ έχει υπογράψει σύμβαση αορίστου στην οποία αναφέρεται ότι σε περίπτωση που ο εργαζόμενος διακόψει την εργασία του, έχει υποχρέωση να το γνωστοποιήσει στον εργοδότη 40 ημέρες πριν.
1) Είναι δεσμευτικό - βάσει νόμου - να τηρηθεί το περιθώριο των 40 ημερών ή δύναται ο εργαζόμενος να το αγνοήσει και να αποχωρήσει καταγγέλωντας τη σύμβαση εργασίας του την ίδια ημέρα? με ποιες συνέπειες ?
2) Δικαιούται ο εργοδότης, ενώ του γνωστοποιηθεί από τον εργαζόμενο ότι θα αποχωρήσει σε 40 ημέρες - τηρώντας τους όρους της σύμβασης -, να μην το αποδεχθεί και να καταγγέλλει τη σύμβαση εργασίας την ίδια ημέρα? Στην περίπτωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη και να ζητηθεί από τον εργαζόμενο αποζημίωση απόλυσης?
3) Υπάρχει βάσει νόμου υποχρεωτικό χρονικό περιθώριο (πχ 2 μήνες) γνωστοποίησης από τον εργαζόμενο στον εργοδότη ότι επιθυμεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του?

Απάντηση:
1) Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν.2112/1920, ορίζεται ότι υπάλληλος προτιθέμενος να λύσει την υπαλληλική σύμβασή του με τον εργοδότη, οφείλει να την καταγγείλει πριν από χρόνο ίσο προ το μισό εκείνου, που το άρθρο 1 του νόμου (2112/1920) ορίζει για τον εργοδότη. Ο χρόνος δε αυτός σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες. Ούτε και η αποζημίωση, στην περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως αυτής προς καταγγελία μπορεί να υπερβεί το ποσό, που αντιστοιχεί σε τρείς μήνες. Επιπρόσθετα, σύμφωνα δε με το άρθρο 8 του ιδίου νόμου κάθε συμφωνία αντίθετη προς τα παραπάνω, εφόσον δεν είναι ευνοϊκότερη για τον υπάλληλο, είναι αυτοδικαίως άκυρη. Από τα ανωτέρω συνάγεται σαφώς, ότι η ακυρότητα προϋποθέτει συμφωνία, με την οποία περιορίζεται το νόμιμο δικαίωμα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας από τον υπάλληλο και καθορίζονται όροι, για την άσκηση του δικαιώματός του τούτου, δυσμενέστεροι από εκείνους, που η διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2112/20 θεσπίζει (Άρειος Πάγος 1189/1993). Ο μισθωτός (υπάλληλος και όχι εργατοτεχνίτης), καταγγέλλοντας τη σύμβαση εργασίας χωρίς να τηρήσει την προβλεπόμενη προθεσμία προειδοποίησης, οφείλει να καταβάλει το ήμισυ της αποζημίωσης, την οποία θα λάμβανε, εάν τη σύμβαση είχε καταγγείλει ο εργοδότης, μη δυναμένη να υπερβεί τις τακτικές αποδοχές τριών μηνών (Άρειος Πάγος 1704/2017). Δηλαδή οφείλει ως αποζημίωση τις αποδοχές του χρόνου προειδοποιήσεως που δεν μπορούν να υπερβούν το ποσό που αντιστοιχεί σε αποδοχές τριών μηνών. Για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως αυτής θα ληφθούν υπόψη οι αποδοχές του τελευταίου εργασιακού μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως (παρ.1 του άρθρου 5 του Ν.3198/1955, Μ.Π. Βεροίας 400/81, ΑΠ 1189/93 - 1234/88 , 998/95 , ΔΕΝ 1995 σελ. 1195 - 192/69) (Έγγραφο Υπουργείου Εργασίας 2045/25.1.1999). Σημειώνεται ότι την εν λόγω αποζημίωση δύναται να διεκδικήσει ο εργοδότης δικαστικά με αγωγή, δεν μπορεί όμως να συμψηφίσει τυχόν οφειλές του προς τον εργαζόμενο με την εν λόγω αποζημίωση. Κατά συνέπεια ο μισθωτός υπάλληλος που καταγγέλλει τη σύμβασή εργασίας με τον εργοδότη του είναι υποχρεωμένος να τηρήσει προθεσμία προειδοποίησης που χρονικά είναι η μισή από αυτή που ορίζεται για τον εργοδότη, καθορίζεται ανάλογα με τα έτη εργασίας του στο συγκεκριμένο εργοδότη και δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.

 Το δικαίωμα της καταγγελίας της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όταν γίνεται από την πλευρά του εργαζομένου, δεν υπόκειται σε έγγραφο τύπο και μπορεί να γίνει και προφορικά ακόμα και σιωπηρά, η οποία συνάγεται από την αδικαιολόγητη αποχή του εργαζόμενου από την εργασία του ή και την οικειοθελή του αποχώρηση, σε αυτήν δε την περίπτωση ο εργοδότης δεν καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας του τελευταίου και συνεπώς δεν οφείλει αποδοχές υπερημερίας και ούτε υπέχει υποχρέωση καταβολής στον εργαζόμενο αποζημίωσης που βασίζεται στις διατάξεις του Ν. 2112/1920 ή του ΒΔ της 16/18.7.1920 (Εφετείο Θεσσαλονίκης 2739/1996). Η παράλειψη της ειδοποίησης, η οποία σημειωτέον γίνεται άτυπα, δίχως να χρειάζε­ται έγγραφη γνωστοποίηση της καταγγε­λίας, δεν βλάπτει την εγκυρότητα της κα­ταγγελίας και έχει σαν μόνη συνέπεια την υποχρέωση καταβολής της προαναφερόμε­νης αποζημίωσης, η οποία υπολογίζεται με βάση το αντίστοιχο ποσό των αποδοχών του χρόνου της προειδοποίησης, αλλά δεν αντιστοιχεί αναγκαία στη ζημία που υπέστη το καταγγελλόμενο μέρος από την έλλειψη προειδοποίησης. Επομένως, παρέχεται ακόμη και όταν αυτό δεν υπέστη καμία ζημία. Ο ισχυρισμός του εργαζόμενου, που προβάλλει κατ ένσταση, ότι απο­χώρησε λόγω κακής συμπεριφοράς της εκπροσώπου της επιχείρησης προς το πρό­σωπο του και διατάραξης των σχέσεων τους , δεν δικαιολογεί την απροειδοποίητη απο­χώρηση του (Εφετείο Θράκης 27/2007). Η αξίωση του εργοδότη κατά του εργαζομένου προς καταβολή αποζημίωσης για την εκ μέρους του δεύτερου απροειδοποίητη καταγγελία της εργασιακής σύμβασης κατά το άρθρο 4 του νόμου 2112/1920 δεν υπόκειται κατά το άρθρο αυτό σε προθεσμία ούτε στην εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 6 του νόμου 3198/1955 (Άρειος Πάγος 1212/1997). Σημειώνεται ότι την εν λόγω αποζημίωση δύναται να διεκδικήσει ο εργοδότης δικαστικά με αγωγή, δεν μπορεί όμως να συμψηφίσει τυχόν οφειλές του προς τον εργαζόμενο με την εν λόγω αποζημίωση. Με δεδομένο ότι η καταγγελία αυτή δεν υπόκειται σε ορισμένο τύπο και μπορεί να γίνει και σιωπηρώς , καθίσταται εν προκειμένω δύσκολη η δικαίωση της εργοδοτικής πλευράς (Ειρηνοδικείο Αθηνών 822/2006, ΔΕΝ τεύχος 1482, σελ. 1479). Με δεδομένη τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν.3198/1955 στην οποία ορίζεται ότι κατά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας εργατοτεχνιτών δεν ισχύει το σύστημα της προμήνυσης (προειδοποίησης) εκ μέρους του εργοδότη, συνάγεται ότι δεν υφίσταται υποχρέωση προειδοποίησης του εργοδότη από εργατοτεχνίτη ο οποίος προτίθεται να λύσει την εργασιακή του σύμβαση.

2) Ως χρόνος προειδοποίησης (προμηνύσεως) νοείται το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της καταγγελίας και της οριστικής λήξης της σχέσης εργασίας. Αν δεν τηρηθεί η προθεσμία προμήνυσης και ο εργοδότης καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας νωρίτερα, σύμφωνα με το ερώτημα σας, το αποτέλεσμα είναι η απόλυση του μισθωτού. Κατά συνέπεια η σύμβαση αορίστου χρόνου λύεται με καταγγελία η οποία για να είναι έγκυρη και να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματα της πρέπει να γίνεται εγγράφως, να κοινοποιείται στον μισθωτό και να καταβάλλεται σε αυτόν η νόμιμη αποζημίωση. Βέβαια σημειώνεται ότι είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου και θεωρείται σαν να μην έγινε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 180 του Α.Κ., όταν η άσκηση σχετικού δικαιώματος από την πλευρά του εργοδότη υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Το πότε υπάρχει ή όχι υπέρβαση των ορίων αυτών και, κατά συνέπεια, κατάχρηση δικαιώματος, αρμόδια είναι τα δικαστήρια να κρίνουν με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τις συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης (Α.Π.599/1987).

3) Όπως προαναφέρθηκε στην απάντηση μας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, της παρ. 1 του άρθρου 3 και του άρθρου 4 του Ν.2112/1920, την υποχρέωση τηρήσεως προθεσμίας κατά την καταγγελία της συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπέχει όχι μόνον ο εργοδότης, αλλά και ο μισθωτός. Η προθεσμία αυτή είναι ανάλογη προς το χρόνο της προηγηθείσας διάρκειας της συμβάσεως εργασίας, αλλά για την καταγγελία, που γίνεται από τον μισθωτό, προσδιορίζεται στο ήμισυ της προθεσμίας που θα έπρεπε να τηρήσει ο εργοδότης και δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τρεις μήνες.

Πηγή: e-forologia.gr

Τα cookies μας διευκολύνουν να σας παρέχουμε τις υπηρεσίες μας. Με τη χρήση των υπηρεσιών μας επιτρέπετε να χρησιμοποιούμε cookies.