Νέες προοπτικές για την ΕΕ ανοίγει η έκθεση για προσέλκυση επενδύσεων
Με την ανεργία να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις στην ΕΕ, την ύφεση σε ορισμένες χώρες-μέλη, όπως η Ελλάδα, να βαθαίνει και την αναζήτηση επενδυτών να είναι το μεγάλο ζητούμενο, η έκθεση της ευρωβουλευτού της ΝΔ και πρώην αντιπροέδρου της Ευρωβουλής Ρόδης Τσαγκαροπούλου - Κράτσα «σχετικά με την ικανότητα προσέλκυσης επενδύσεων στην Ευρώπη» αποκτά ξεχωριστή σημασία.
Και τούτο διότι η έκθεση, η οποία υπερψηφίστηκε πρόσφατα από την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οδηγεί στην ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής για τις επενδύσεις, η οποία θα συμβάλει ουσιαστικά στην ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, με προφανή πολλαπλά οφέλη για την ΕΕ, γενικά, και ειδικά για την Ελλάδα.
Η ευρωπαϊκή επενδυτική στρατηγική που προτείνει η κ. Κράτσα, και όπως όλα δείχνουν αναμένεται να γίνει σύντομα πραγματικότητα με συντονιστή από την Επιτροπή τον αντιπρόεδρο και αρμόδιο για το θέμα Αντόνιο Ταγιάνι, ανοίγει νέες προοπτικές για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις οποίες παρέχει τη δυνατότητα, με την ευρωπαϊκή διάσταση, να αναβαθμίσουν και να ενισχύσουν τη θέση τους ως επενδυτικοί προορισμοί.
Είναι μια πρόταση που αξίζει να τύχει προσοχής και στήριξης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, από όλα τα ευρωπαϊκά όργανα, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
- Κυρία Κράτσα, για ποιο λόγο συντάξατε αυτή την έκθεση; Πού αποβλέπετε;
«Η έκθεση προσπαθεί να αναδείξει αφενός την πρωταρχική σημασία που έχουν οι επενδύσεις για την ανάπτυξη και αφετέρου ότι η επενδυτική ελκυστικότητα της Ευρώπης χρειάζεται μία ολοκληρωμένη στρατηγική. Σήμερα, η Ευρώπη είναι ο πρώτος επενδυτικός προορισμός στον κόσμο, αλλά απειλείται από περιοχές οι οποίες γίνονται ολοένα και πιο ελκυστικές ως προς τη φορολογική τους πολιτική, το εργατικό κόστος το οποίο είναι χαμηλότερο, το καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτουν ή προσελκύουν, όπως η Κίνα, η Βραζιλία και άλλες χώρες. Υπάρχει ήδη μία επενδυτική και επιχειρηματική κάμψη στην ΕΕ. Ενδεικτικά αναφέρω πως μόλις το 26% των κρατών-μελών συγκαταλέγεται στις κορυφαίες 35 χώρες βάσει της επιχειρηματικότητας. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση με την κρίση ανακάλυψε ότι έχει και εσωτερικά προβλήματα, όπως είναι αυτό της έλλειψης συνοχής και της ισόρροπης ανάπτυξης. Οι διαφορές μεταξύ του ευρωπαϊκού Βορρά και του ευρωπαϊκού Νότου είναι μεγάλες. Τα δέκα χρόνια κοινού νομίσματος και οι πόροι των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ δεν αξιοποιήθηκαν σωστά ώστε να επιτευχθεί η σύγκλιση των οικονομιών των χωρών-μελών. Χρειάζεται λοιπόν μία ευρωπαϊκή στρατηγική ανάπτυξης και επενδύσεων, η οποία θα περιλαμβάνει και θα αντιμετωπίζει όλες αυτές τις προκλήσεις».
- Πιστεύετε δηλαδή ότι υπήρξε μια ανισομερής πρόοδος μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και ευρωπαϊκού Νότου;
«Η κρίση ανέδειξε στην πράξη πως εμείς στις χώρες του Νότου υποφέρουμε από έλλειψη ανταγωνιστικότητας και προσαρμοστικότητας στον ευρωπαϊκό και διεθνή ανταγωνισμό και από μεταρρυθμιστικό έλλειμμα, ενώ οι χώρες του Βορρά μπορούν να ανταποκριθούν καλύτερα. Μόνο το 3% των επενδυτών αντιμετωπίζει θετικά τη Νότια Ευρώπη ως επενδυτικό προορισμό, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό για τη Βόρεια Ευρώπη βρίσκεται στο 26%. Σημαντικές είναι οι ανισορροπίες και στο χώρο του εμπορίου, καθώς οι εξαγωγές της Γερμανίας ως προς το σύνολο των εξαγωγών παγκοσμίως αντιπροσωπεύουν το 8,2%, ενώ πολλές χώρες του Νότου κατέχουν πολύ μικρότερο μερίδιο (π.χ. Ελλάδα: 0,31%, Πορτογαλία: 0,39%, Ιρλανδία 1,04%). Οι στόχοι της συνοχής και της σύγκλισης απαιτούν να ενισχυθούν οι επενδύσεις παντού, και όχι μόνον σε κάποιες περιοχές ή χώρες. Αυτό είναι βασικό στοιχείο που θέλω να αναδείξω στην έκθεσή μου».
- Πώς πιστεύετε ότι μπορούν να επιτευχθούν οι οι δύο αυτοί στόχοι ή τι προτείνετε;
«Εδώ ερχόμαστε στο θέμα των εργαλείων που χρειάζονται και προτείνουμε προκειμένου να περάσουμε από τα λόγια ή τις αποσπασματικές ενέργειες στα έργα και τη συνεκτικότητα. Πιστεύω ότι πρέπει να αξιοποιήσουμε την κρίσιμη πολιτική και οικονομική περίοδο που ζούμε για να καταλάβουμε ότι η ανάπτυξη που έχουμε ανάγκη θα έρθει μέσα από τις επενδύσεις. Ζητούμε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επεξεργαστεί και να παρουσιάσει μια ανακοίνωση για μια “Ευρωπαϊκή Επενδυτική Στρατηγική”. Η έκθεση μπορεί να αποτελέσει μία πλατφόρμα εργασίας προς αυτή την κατεύθυνση και προτείνουμε:
Πρώτον, αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης. Όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση αφήνει να διαιωνίζεται η δημοσιονομική κρίση, χάνει σε ανάπτυξη, αξιοπιστία και επενδυτική ελκυστικότητα, τόσο σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις εξωτερικού όσο και τις εγχώριες επενδύσεις».
- Θέσατε ως πρώτη προτεραιότητα την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης;
«Ναι, διότι η Ευρώπη πρέπει να πείσει τις αγορές ότι είναι σε θέση να διατηρήσει την ευρωστία και τη σταθερότητα της οικονομίας της, το κοινό νόμισμά της, που αποτελεί πλεονέκτημα για τους επενδυτές, εγχώριους και ξένους.
Δεύτερον, η ΕΕ πρέπει να ενισχύσει την ενιαία αγορά, μια άλλη μεγάλη κατάκτηση. Ο Ευρωπαίος επιχειρηματίας, π.χ., αλλά και ο ξένος επενδυτής στην Ελλάδα, αυτόματα αισθάνεται ότι η επιχείρησή του μπορεί να λειτουργήσει σε μια ενιαία αγορά των πεντακοσίων εκατομμυρίων καταναλωτών. Υπάρχουν ακόμη αγκυλώσεις, δυσχέρειες στη μετακίνηση επιχειρηματιών, ερευνητών, στο συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης όπως και πιστοποίησης σπουδών και επαγγελματικών δεξιοτήτων.
Τρίτον, ενίσχυση των περιφερειών. Αν θέλουμε να πετύχουμε τη σύγκλιση πρέπει όλες οι περιφέρειες να κάνουν σωστή χρήση των χρηματοδοτικών και άλλων εργαλείων της περιφερειακής πολιτικής. Οι περιφέρειές μας έχουν πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα παραγωγικού πλούτου και θα μπορούσαν να τα αναδείξουν και να έλξουν επενδύσεις αξιοποιώντας πόρους των διαρθρωτικών ταμείων για εκσυγχρονισμό επιχειρήσεων, καλύτερες υποδομές και χρηματοδοτήσεις. Στη χώρα μας είναι ολοφάνερη αυτή η ανάγκη.
Τέταρτον, μεταρρυθμίσεις φορολογικές, γραφειοκρατικές, διοικητικές και στο ασφαλιστικό και το συνταξιοδοτικό σύστημα. Υπάρχουν χώρες οι οποίες έχουν θέσει το θέμα αυτών των μεταρρυθμίσεων ως προτεραιότητα από καιρό και βρίσκονται αυτή τη στιγμή μπροστά και υπάρχουν και άλλες, όπως η Ελλάδα, που υστερούμε ακόμη και στο να αντιληφθούμε τη σημασία που έχουν τέτοιες μεταρρυθμίσεις.
Πέμπτον, ρευστότητα. Ζητάμε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) να ενισχύσουν τη ρευστότητα της αγοράς και να διευκολύνουν, ιδιαίτερα η ΕΤΕπ, τις διασυνοριακές συνεργασίες φορέων και επιχειρηματιών στην ΕΕ».
- Προτείνετε και κάποια καινούργια εργαλεία;
«Προτείνουμε να ενισχυθεί η οικονομική συμπληρωματικότητα μεταξύ των κρατών-μελών, έτσι ώστε να βρίσκουν ενδιαφέρον οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά να επενδύουν στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες του Νότου αλλά και να προωθούνται και οι εμπορικές συναλλαγές και οι ανταλλαγές του ανθρώπινου δυναμικού μεταξύ τους, όπως και ο τουρισμός. Προτείνουμε, επίσης, τη δημιουργία ενός Παρατηρητηρίου στην ΕΕ, προκειμένου να παρακολουθείται η εφαρμογή όσων προανέφερα. Διευκρινίζω πως δεν πρόκειται για νέο θεσμό σε εποχή εξορθολογισμού των δαπανών. Θα μπορεί να λειτουργεί μέσα στην Κομισιόν».
- Ποιο θα είναι το αντικείμενο του Παρατηρητηρίου;
«Το Παρατηρητήριο θα παρακολουθεί τάσεις, θα κάνει αναλύσεις χρήσιμες για τον απολογισμό και προβλέψεις για τη χάραξη πολιτικών. Επίσης στις προτάσεις μου είναι κυρίως να προβάλλει την Ευρώπη ως θελκτικό επενδυτικό προορισμό στον υπόλοιπο κόσμο. Η εμπειρία μου από διεθνείς επαφές λέει ότι το έχουμε ανάγκη. Από μία τέτοια προσπάθεια, κάθε χώρα θα μπορεί να επωφεληθεί, κυρίως οι μικρότερες που δεν έχουν μεγάλες διπλωματικές και εμπορικές αντιπροσωπείες στις σημαντικές αγορές του υπόλοιπου κόσμου».
- Πιστεύετε πως αυτό παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για την Ελλάδα της κρίσης;
«Βεβαίως, γιατί μπορούμε να αξιοποιήσουμε όλες τις ευρωπαϊκές ευκαιρίες, σήμερα που η Ελλάδα με τη νέα κυβέρνηση στέλνει το μήνυμα πολιτικής σταθερότητας και αποφασιστικότητας στους υποψήφιους επενδυτές και τα στελέχη επιχειρήσεων. Η Ελλάδα με τις ωραίες, φιλικές πόλεις της, το αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό, προικισμένο συχνά με υψηλή εξειδίκευση, το ωραίο κλίμα και τον ωραίο τρόπο ζωής, παρουσιάζει πολλά και πολύμορφα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Με τις κατάλληλες παρεμβάσεις μπορεί να τα αναβαθμίσει. Μία συνεκτική ευρωπαϊκή πολιτική θα δώσει οπωσδήποτε προστιθέμενη αξία στις προσπάθειές μας και ταυτόχρονα θα αναδείξει καλύτερα τα πλεονεκτήματα αλλά και τις αδυναμίες μας για να τις αντιμετωπίσουμε».
- Αναφέρεστε και στις διμερείς και άλλες συμφωνίες της ΕΕ με διάφορες χώρες που μπορούν να ενισχύσουν την προσέλκυση επενδύσεων;
«Δεν θα μπορούσα να το παραβλέψω. Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος παγκόσμιος εταίρος. Είναι η πρώτη εξαγωγική δύναμη, διατηρώντας το 20% των συνολικών παγκόσμιων εξαγωγών, με ποσοστό κοντά στο 28% του συνόλου των παγκόσμιων εσόδων που προκύπτουν από την παραγωγή βιομηχανικών αγαθών, έναντι του 18% των ΗΠΑ και του 16% της Κίνας. Αρκεί να αναφέρουμε πως τo ευρωπαϊκό εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών αντιστοιχεί στο 15% του ΑΕΠ της ΕΕ όπως και ότι περίπου 30 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στην ΕΕ εξαρτώνται από τις πωλήσεις στον υπόλοιπο κόσμο. Είναι σκόπιμο λοιπόν να αξιοποιήσει αυτά τα δεδομένα και να τα ενισχύσει με την ολοκλήρωση εμπορικών συμφωνιών με διάφορες χώρες, όπως έγινε για παράδειγμα με τη Ν. Κορέα. Έχουμε σε διαπραγματεύσεις συμφωνίες με χώρες της Λατ. Αμερικής, του Αραβικού Κόλπου, τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Ιδιαίτερα επωφελής θα ήταν η ολοκλήρωση της συμφωνίας με τις ΗΠΑ, δεδομένου ότι οι δύο οικονομίες αντιπροσωπεύουν από κοινού περίπου το ήμισυ του παγκόσμιου ΑΕΠ και σχεδόν το ένα τρίτο των παγκόσμιων εμπορικών ροών. Αυτό θα ενισχύσει και τη θέση της ΕΕ ως τόπου επενδυτικού προορισμού και θα δώσει πολλές ευκαιρίες οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας».
Πηγή: Εxpress