Skip to main content

ΔΝΤ: Η οικονομία δεν αντέχει άλλη αύξηση της φορολογίας

Πιο ισορροπημένη κατανομή των βαρών της δημοσιονομικής προσαρμογής ζητεί από την κυβέρνηση το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία.

Το ΔΝΤ εκτιμά ότι δε υπάρχουν περιθώρια για νέα αύξηση της φορολογίας, διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει σημαντική πρόοδος στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και τονίζει ότι η συμμετοχή του δημόσιου τομέα στην προσπάθεια προσαρμογής είναι πολύ μικρή, αφού εξακολουθεί να ισχύει το «ταμπού» για τις απολύσεις από το Δημόσιο.

Αναλυτικότερα η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου επικεντρώνεται στα εξής:

Πρόοδος  

- Η πρόοδος στη δημοσιονομική προσαρμογή είναι εντυπωσιακή συγκρινόμενη με οποιοδήποτε διεθνές παράδειγμα, με σωρευτική βελτίωση κατά 10% του ΑΕΠ στο τέλος του 2013, εν μέσω συρρίκνωσης του ΑΕΠ πλέον του 20%.
- Η Ελλάδα έχει περιορίσει σημαντικά το κενό ανταγωνιστικότητας. Οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας έχει βοηθήσει στην αναπροσαρμογή των ονομαστικών μισθών και παραγωγικότητας σε επίπεδο επιχείρησης. Το ΔΝΤ υπολογίζει ότι η ψαλίδα ανταγωνιστικότητας, όπως μετριέται στο κόστος παραγωγής ανά μονάδα εργασίας, έχει κλείσει κατά περίπου 2/3 από το 2010, ενώ το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έχει υποχωρήσει σωρευτικά κατά περίπου 10% του ΑΕΠ.
- Διατηρήθηκε η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού τομέα, παρά τις σημαντικές ζημιές που συνδέονται με την αναδιάρθρωση χρέους και την έντονη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της βαθιάς ύφεσης.


Καθυστερήσεις

Στην έκθεση τονίζεται ότι οι ανεπαρκείς δομικές μεταρρυθμίσεις σημαίνουν ότι η προσαρμογή έχει επιτευχθεί κυρίως μέσω των καναλιών της ύφεσης, με άνιση διανομή του βάρους.
Τρία προβλήματα ξεχωρίζουν:
1. Φοροδιαφυγή: Ελάχιστη πρόοδος έχει σημειωθεί στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα. Οι πλούσιοι και οι αυτοαπασχολούμενοι απλώς δεν πληρώνουν το δίκαιο μερίδιό τους, κάτι που οδηγεί σε υπερβολική εξάρτηση από τις οριζόντιες περικοπές δαπανών και τους υψηλότερους φόρους που επιβάλλονται σε αυτούς που λαμβάνουν έναν μισθό ή μια σύνταξη.
2. Τιμές - επαγγέλματα: Ενώ οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας προκαλούν σημαντική μείωση στους ονομαστικούς μισθούς, αυτό αντανακλάται πολύ περιορισμένα σε χαμηλότερες τιμές λόγω της αποτυχίας στην απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων και περαιτέρω άνοιγμα στον ανταγωνισμό. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που πολύ μεγάλο μέρος του φορτίου πέφτει σε μισθωτούς και συνταξιούχων.
3. Δημόσιο - απολύσεις: Ενώ η αναδιάρθρωση της οικονομίας έχει συνδεθεί με εκτίναξη της ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα, κυρίως μεταξύ των νέων, ο  δημόσιος τομέας έχει γλιτώσει λόγω ενός ταμπού κατά των απολύσεων. Απαιτούνται, σημειώνει το Ταμείο, αποφασιστικές διορθωτικές δράσεις, ώστε να επιτευχθεί μια πιο ισορροπημένη κατανομή του βάρους της προσαρμογής. Η αποστολή του ΔΝΤ χαιρετίζει το γεγονός ότι η κυβέρνηση αναπροσαρμόζει το πρόγραμμα αναγνωρίζοντας αυτά τα προβλήματα.


Οι δημοσιονομικές προκλήσεις

Το ΔΝΤ εκτιμά ότι  παραμένουν οι  σημαντικές δημοσιονομικές προκλήσεις. Καθώς δεν υπάρχει περιθώριο για αύξηση των φόρων ή σημαντικές περικοπές δαπανών, η κυβέρνηση αναγκάζεται να επικεντρωθεί σε κοινωνικά επίπονες περικοπές μισθών και κοινωνικών δαπανών.
Το δημοσιονομικό πρόγραμμα για το 2013-2014 είναι απόδειξη της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης να ευθυγραμμιστεί με τις δεσμεύσεις της στον δημοσιονομικό τομέα. Η βασική πρόκληση είναι να βρεθεί ένας τρόπος για την κυβέρνηση να το πετύχει χωρίς να αθετήσει την υπόσχεση αποφυγής περαιτέρω οριζόντιων περικοπών δαπανών. Τρία βασικά ζητήματα πρέπει να αντιμετωπιστούν:

α. Η μεταρρύθμιση στη φορολογική διοίκηση: Το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της κυβέρνησης υποθέτει μια βελτίωση στη συλλογή φόρων κατά 1,5% του ΑΕΠ. Για να υπάρξει επιτυχία είναι κρίσιμη η βαθύτερη πολιτική δέσμευση για μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης. Για να «αποστειρωθεί» η φορολογική διοίκηση από τις ακόμη επίμονες πολιτικές παρεμβάσεις, βασικό βήμα εντός του επόμενου έτους θα ήταν η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της, με τη χορήγηση νέων εξουσιών στη διαχείριση προσωπικού και προϋπολογισμού. Οι πρόσφατες αλλαγές αποτελούν σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
β.  Η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης: Το σχέδιο είναι ο στόχος στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για μείωση προσωπικού στο Δημόσιο να επιτευχθεί πρωτίστως μέσω εθελοντικών αποχωρήσεων. Αυτό είναι κατανοητό. Ωστόσο, δεν είναι αξιόπιστο χωρίς περιορισμένες υποχρεωτικές απολύσεις, που θα επιτρέψουν την πρόσληψη νέου, μορφωμένου προσωπικού που θα πρέπει να αποτελέσει βασικό συστατικό στο σχέδιο για την αναβάθμιση του δημόσιου τομέα. Το ταμπού κατά των απολύσεων πρέπει να ξεπεραστεί.
γ. Η απελευθέρωση των αγορών:  H ισχυρή ανάκαμψη πρέπει να χτιστεί πρωτίστως στην εμβάθυνση των δομικών μεταρρυθμίσεων. Αυτό απαιτεί περισσότερο αποφασιστικές και φιλόδοξες προσπάθειες να πέσουν οι φραγμοί για την είσοδο σε επιμέρους αγορές, περιλαμβανομένων των «αδιαφανών» και χρονοβόρων διαδικασιών αδειοδότησης. Επιπλέον, η  έκθεση επισημαίνει ότι η  μεγάλη περιουσία παραμένει στα χέρια του κράτους. Η πρόθεση της κυβέρνησης είναι να βελτιώσει το επιχειρηματικό κλίμα και να επιταχύνει τις αποκρατικοποιήσεις.
δ. Ελεύθερες ζώνες» και φοροαπαλλαγές: Προσπάθειες για «τεχνική» δημιουργία ανάκαμψης πρέπει να αποφευχθούν. Όπως αναφέρει η έκθεση, τα διεθνή στοιχεία είναι τουλάχιστον «μικτά» όσον αφορά τη χρησιμότητα μέτρων όπως τράπεζες ανάπτυξης, ζώνες μηδενικής φορολογίας και οι επιδοτήσεις (ή η φορολογικές ελαφρύνσεις) που στοχεύουν σε συγκεκριμένους τομείς.

ε. Ιδιωτικές τράπεζες: Μια μεγάλη ανησυχία είναι να διασφαλιστεί ότι η μεγάλη εισροή δημόσιων κεφαλαίων δεν θα οδηγήσει σε αύξηση της κυβερνητικής επιρροής κα δεν θα δημιουργήσει προβλήματα ανισοκατανομής πίστης. Η ελληνική εμπειρία στη διαχείριση κρατικών τραπεζών είναι ιδιαίτερα ισχνή, σημειώνει το Ταμείο, καλώντας να δημιουργηθεί ενισχυμένο επίπεδο διακυβέρνησης και εποπτείας.

στ. Υψηλό το χρέος: Το  δημόσιο χρέος παραμένει πολύ υψηλό παρά την αναδιάρθρωση και την υποστήριξη του «επίσημου» τομέα. Είναι έτσι, διαπιστώνει το ΔΝΤ, ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο το γεγονός πως οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν τώρα αποδεχθεί ότι «σημαντική» επιπλέον βοήθεια σε όρους καλύτερους από αυτούς της αγοράς, θα απαιτηθεί για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους και ότι έχουν δεσμευτεί να προσφέρουν επιπλέον «ανακούφιση» αν χρειαστεί προκειμένου να παραμείνει το πρόγραμμα σε τροχιά και το χρέος να πέσει σημαντικά κάτω του 110% του ΑΕΠ ως το 2022. «Με το ελληνικό χρέος τώρα να βρίσκεται κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος στα χέρια του επίσημου τομέα, μια τέτοια δέσμευση είναι κρίσιμο για να πείσει τους πιστωτικές ότι ένα αξιόπιστο σχέδιο για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους είναι τώρα έτοιμο». 

Πηγή: Express

Εγγραφείτε στο newsletter του
Λογιστικού Συλλόγου Αθηνών

We use cookies on our website. Some of them are essential for the operation of the site, while others help us to improve this site and the user experience (tracking cookies). You can decide for yourself whether you want to allow cookies or not. Please note that if you reject them, you may not be able to use all the functionalities of the site.