Skip to main content

Ernst & Young: Το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωζώνη δεν έχει διασφαλισθεί

Οι νέες περικοπές στον προϋπολογισμό της Ελλάδας, δεν εξασφαλίζουν απαραίτητα το μέλλον της στην Ευρωζώνη, εκτιμά η Ernst & Young στην τελευταία έκδοση του «Eurozone Forecast Φθινόπωρο 2012».

"Η κυβέρνηση πραγματοποίησε νέο γύρο σκληρών πολιτικών διαπραγματεύσεων με τους δανειστές της. Η απόφαση για την εκταμίευση της επόμενης δόσης από τον μηχανισμό στήριξης προς την Ελλάδα έχει μετατεθεί στα μέσα Οκτωβρίου. Στη παρούσα φάση, το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωζώνη δεν έχει διασφαλισθεί", αναφέρει στην ανάλυση της η Ernst & Young και προσθέτει:

"Η πολιτική βούληση επαναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου δεν προκαλεί έκπληξη καθώς η οικονομία παραμένει εξαιρετικά αδύναμη. Κατά το δεύτερο τρίμηνο, το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 6,2% σε ετήσια βάση. Ο Δείκτης Προμηθειών καταγράφει σημαντική συρρίκνωση της παραγωγής, ενώ η ανεργία παραμένει σε ανοδική τάση και ξεπέρασε το 24% τον Ιούνιο με βάση τα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ΔΟΕ). Όπως ήταν αναμενόμενο οι δείκτες εμπιστοσύνης τόσο των καταναλωτών όσο και των επιχειρήσεων κινούνται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.

Οι επιδόσεις της οικονομίας μέχρι στιγμής για φέτος ήταν χειρότερες από τις επίσημες προβλέψεις. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα δυσκολεύεται να πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους. Το Μάρτιο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εκτίμησε, ότι για να μειώσει η Ελλάδα τη σχέση χρέους/ΑΕΠ στο 120% μέχρι το 2020, θα πρέπει το ισοζύγιο του προϋπολογισμού να βελτιωθεί και να φθάσει το 7% του ΑΕΠ μέχρι το 2014, με την κυβέρνηση να επιτυγχάνει ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 4,5% του ΑΕΠ από το 2014.

Ωστόσο αυτό φαίνεται πολύ δύσκολο χωρίς περαιτέρω διαγραφή του δημοσίου χρέους. Όμως, με τα 2/3 του ελληνικού χρέους, πλέον, να βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ) η δυνατότητα περαιτέρω μείωσης του δημοσίου χρέους μέσω μιας νέας συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα είναι περιορισμένη. Επομένως το βάρος πέφτει στον επίσημο τομέα να αποδεχθεί αναδιάρθρωση του χρέους.

Τα μέτρα λιτότητας θα συνεχίσουν να αποδυναμώνουν την εγχώρια οικονομία, ενώ οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές καταγράφονται δυσοίωνες. Το ΑΕΠ προβλέπεται να συρρικνωθεί κατά 6% φέτος και 3% το 2013, με την ανεργία να πλησιάζει το 28% μέχρι το 2016. Με δεδομένη τη συρρίκνωση αυτή της παραγωγής και τις άμεσες και έμμεσες μειώσεις των κρατικών εσόδων, προβλέπεται ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα φθάσει το 8% του ΑΕΠ το 2012 για να μειωθεί στο 6% μέχρι το 2016. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μέχρι το 2020 η σχέση χρέους / ΑΕΠ θα βρίσκεται στα ίδια ή και σε χειρότερα επίπεδα από τα σημερινά.

Η Ελληνική κυβέρνηση ελπίζει να χαλαρώσει τους όρους του μνημονίου μέσω διετούς παράτασης του προγράμματος λιτότητας, επιδιώκοντας να κατανείμει τις απαιτούμενες νέες περικοπές δαπανών 11,6 δισ.€ σε διάστημα τεσσάρων ετών μέχρι το 2016, αντί να υλοποιήσει την προσαρμογή στη διετία 2013-14.

Παρά το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν στο παρελθόν διαψεύσει ότι θα δοθεί παράταση στην Ελλάδα, οι οικονομικές συνέπειες μιας πιθανής εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη ενδέχεται να συνδυαστούν με εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις για το σύνολο της Ευρωζώνης. Συνεπώς από τις προβλέψεις προκύπτει ότι υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες να χαλαρώσουν οι όροι του μνημονίου, επιτρέποντας έτσι στην Ελλάδα να παραμείνει στην Ευρωζώνη. Υπήρξαν ενδείξεις πρόσφατα ότι οι πιστωτές της Ελλάδας υιοθετούν μια ηπιότερη στάση, με το ΔΝΤ να αφήνει να εννοηθεί ότι θα εξέταζε το ενδεχόμενο παράτασης των προθεσμιών για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων".

Σχολιάζοντας τις τελευταίες εξελίξεις στην Ευρωζώνη η Ernst & Young σημειώνει:

"Οι νέες παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη δευτερογενή αγορά ομολόγων έχουν μειώσει αισθητά τον κίνδυνο διάλυσης της ευρωζώνης στο προσεχές διάστημα, όμως η ευρύτερη πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης δε βοηθά στην αποκατάσταση, μακροπρόθεσμα, της σταθερότητας στην Ευρωζώνη".

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ernst & Young για την Ευρωζώνη, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έκδοση του «Eurozone Forecast Φθινόπωρο 2012», η κατάσταση θα συνεχίσει να επιδεινώνεται καθώς η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει αυξανόμενη ανεργία, μείωση των επενδύσεων και περαιτέρω δημοσιονομική λιτότητα.

Όπως προβλέπει η Ernst & Young, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα συρρικνωθεί κατά 0,5% φέτος και θα αυξηθεί οριακά κατά 0,1% το 2013. Όμως, καθώς η οικονομία της περιοχής ανακτά την ισορροπία της και η δημοσιονομική πειθαρχία αρχίζει να χαλαρώνει, αναμένεται ότι το ΑΕΠ θα ανακάμψει. Ωστόσο, η ανάπτυξη στην περιοχή θα περιορισθεί, για πολλά ακόμα χρόνια, εξαιτίας της ανησυχίας για σταθερότητα και την αναδιάρθρωση του χρέους.

Ακόμα, όμως και αυτή η ήπια ανάκαμψη, βασίζεται στην πρόβλεψη ότι οι Ευρωπαϊκές αρχές, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο θα εξακολουθήσουν τη στηρίζουν με καινοτόμους τρόπους.

Η Marie Diron, οικονομικός αναλυτής της Ernst & Young, σχολιάζει: «Το αποκαλούμενο «μπαζούκας» της ΕΚΤ, με τη μορφή προγράμματος αγοράς ομολόγων, αν και απαραίτητο, θα λειτουργήσει μόνο ως προσωρινή λύση για την Ευρωζώνη. Πιστεύουμε ότι κατά τους επόμενους μήνες θα απαιτηθεί μια πιο ριζοσπαστική προσέγγιση για να εξασφαλισθεί, έστω, μια μικρή ανάκαμψη κατά τον επόμενο χρόνο αλλά και στο μέλλον.»

Η ανεργία στην Ευρωζώνη θα εξακολουθήσει να αυξάνεται, φτάνοντας τα 19,2 εκατομμύρια, λίγο περισσότερο από 12%, στο πρώτο τρίμηνο του 2014, γεγονός που σημαίνει ότι οι καταναλωτές, ιδιαίτερα στην περιφέρεια της Ευρωζώνης, δεν πρόκειται να προκαλέσουν την ανάκαμψη μέσω της κατανάλωσης. Στην Πορτογαλία, η ανεργία αναμένεται να ξεπεράσει το 16%, ενώ στην Ισπανία και την Ελλάδα θα φθάσει το 26% και 27% του εργατικού δυναμικού αντίστοιχα. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις θα μειωθούν και αυτές ως συνέπεια των αυστηρότερων όρων χρηματοδότησης, της αβεβαιότητας για τη σταθερότητα της Ευρωζώνης και των μειωμένων κερδών. Η συρρίκνωση των επενδύσεων είναι τέτοια ώστε, μέχρι το τέλος του 2016 τα επίπεδα των επενδύσεων θα παραμένουν χαμηλότερα από τα υψηλά, προ κρίσης, επίπεδα.

Ο Mark Otty, Managing Partner της Ernst & Young για την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Ασία και την Ινδία, σχολιάζει: «Καθώς συνεχίζει να επικρατεί οικονομική αβεβαιότητα σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, είναι κρίσιμο για τις επιχειρήσεις, οι διαμορφωτές της πολιτικής να συνεχίσουν να δρουν αποφασιστικά. Η οικονομία δεν θα αντέξει αν οι επιχειρήσεις προχωρήσουν σε περικοπές, τη στιγμή ακριβώς που οι καταναλωτές αρχίσουν να ξοδεύουν».

Μια πιο ομοσπονδιακή Ευρώπη

Η αναταραχή στις αγορές κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης, υποδηλώνει ότι τα δημόσια οικονομικά, δεν είναι η μόνη πηγή ανησυχίας στις χώρες της περιφέρειας και ότι οι αποκλίσεις στην ανταγωνιστικότητα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη. Ενώ οι αναγκαίες οικονομικές προσαρμογές στην περιφέρεια, αποδίδουν θετικά αποτελέσματα, η ισορροπία θα επιτευχθεί μόνο αν χώρες όπως η Γερμανία, υιοθετήσουν πολιτικές για την αύξηση της εγχώριας ζήτησης και των εισαγωγών.

Η Marie Diron σχολιάζει: «Οι εξωτερικές προσαρμογές μέσω της συγκράτησης μισθών και της ενίσχυσης της παραγωγικότητας είναι ζωτικής σημασίας, καθώς, χωρίς βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, η δημοσιονομική λιτότητα θα κρατήσει τις χώρες αυτές βυθισμένες σε βαθιά ύφεση.»

Κρίνεται αναγκαία, επίσης η θεσμοθέτηση μηχανισμών χρηματοδότησης που θα επιτρέψουν στις χώρες να διαχειρίζονται τη διαδικασία προσαρμογής ενώ παράλληλα θα επιστρέψουν σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, χωρίς να αθετήσουν τις υποχρεώσεις του δημοσίου χρέους. Αυτό συνεπάγεται κινήσεις προς μια πιο ομοσπονδιακή Ευρώπη, όπου θα παρέχεται προσωρινή και υπό όρους στήριξη σε κράτη-μέλη που έχουν πληγεί από την κρίση με πιο συντεταγμένο τρόπο για να διασφαλισθεί η σταθερότητα των τραπεζικών τους συστημάτων και τα δημόσια οικονομικά.

Η Marie Diron εξηγεί: «Μια στενότερη τραπεζική και δημοσιονομική ένωση είναι απαραίτητη για τη μακροπρόθεσμη επιβίωση της Ευρωζώνης. Πράγματι, το όραμα των «αρχιτεκτόνων» του ευρώ ήταν εξαρχής, η νομισματική ένωση να οδηγήσει σε βαθύτερη οικονομική και δημοσιονομική ενοποίηση.»

Απαιτείται αναπροσαρμογή πολιτικής

Ο κατάλογος των μέτρων που απαιτείται να ληφθούν για τη διατήρηση της Ευρωζώνης με την σημερινή της μορφή, είναι μακρύς και αποτελεί πρόκληση σε επίπεδο πολιτικής. Περιλαμβάνει τη διεύρυνση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (EFSF), τραπεζική ένωση, πρόοδο στην κατεύθυνση της δημοσιονομικής ένωσης και μία στροφή στην μακροοικονομική πολιτική προκειμένου να εστιάσει λιγότερο στη λιτότητα και περισσότερο στην ανάπτυξη.

Η Marie Diron σχολιάζει: « Παρά το γεγονός ότι η συμφωνία για την παραχώρηση του τραπεζικού ελέγχου στο επίπεδο της Ευρωζώνης αποτελεί ένα ενθαρρυντικό βήμα προς τα εμπρός, ένα άρτιο και ολοκληρωμένο τραπεζικό σύστημα απαιτεί όχι μόνο τη συγκέντρωση της ρυθμιστικής εποπτείας αλλά και την υποστήριξη κεντρικά. Ο τραπεζικός τομέας ορισμένων χωρών της Ευρωζώνης είναι ευρύς για να μπορεί να στηριχθεί από τις εθνικές κυβερνήσεις. Χωρίς κοινή δημοσιονομική ευθύνη, με την μορφή των εγγυήσεων των καταθέσεων, αυτά τα τραπεζικά συστήματα θα παραμείνουν σε κίνδυνο.»

Προληπτικά μέτρα από την ΕΚΤ

Ο κίνδυνος επιδείνωσης της κατάστασης παραμένει σοβαρός, σύμφωνα με τις προβλέψεις της έκθεσης. Μία βασική υπόθεση στην οποία βασίζεται η πρόβλεψη της Ernst & Young για το ΑΕΠ είναι ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε επιπρόσθετα μη-συμβατικά μέτρα για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες στις αγορές χρηματοδότησης και να παράσχει στις κυβερνήσεις περισσότερο χρόνο για να προβούν στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται προκειμένου να τεθεί η ζώνη του ενιαίου νομίσματος σε μια πιο στέρεα βάση.

Η ΕΚΤ έχει ήδη εξαντλήσει τα όρια των δυνατοτήτων της συμβατικής νομισματικής πολιτικής καθώς έχει μειώσει το βασικό της επιτόκιο από 1% σε 0,75%, ποσοστό-ρεκόρ για την Ευρωζώνη. Ωστόσο, μία περαιτέρω μείωση των επιτοκίων δεν μπορεί να αποκλειστεί, εάν η οικονομία επιδεινωθεί πιο έντονα από το αναμενόμενο.

Αν και η πρόσφατη ανακοίνωση του προγράμματος αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας οδήγησε σε αύξηση της εμπιστοσύνης των αγορών η Marie Diron σχολιάζει: «Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι ο καλύτερος δρόμος για την ΕΚΤ, είναι να προχωρήσει σε ευρείας κλίμακας ποσοτική χαλάρωση, αγοράζοντας όποια χρεόγραφα επιλέξει. Μια τέτοια πολιτική θα βοηθήσει τις τράπεζες, οι οποίες δε διαθέτουν επαρκείς εγγυήσεις, να ανακτήσουν την πρόσβασή τους στους μηχανισμούς ρευστότητας που προσφέρει η ΕΚΤ.

Μόνιμη βλάβη;

Τα γεγονότα των τελευταίων πέντε ετών, είναι πιθανόν να έχουν προκαλέσει μόνιμη βλάβη στη αναπτυξιακή δυναμική αρκετών οικονομιών της Ευρωζώνης, με τις μεγαλύτερες απώλειες να αφορούν στις χώρες που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης χρέους. Αυτό σε συνδυασμό με τα μέτρα λιτότητας, τον πιστωτικό περιορισμό, την αποδυνάμωση της εξωτερικής ζήτησης και της αδυναμίας αντιμετώπισης των προβλημάτων της μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας θα επιβαρύνει την ανάπτυξη για την επόμενη δεκαετία.

Ο Mark Otty καταλήγει: «Η προοπτική για την οικονομία της Ευρωζώνης παραμένει υποτονική ενώ υπάρχουν πολλά εμπόδια. Ωστόσο, η ανταγωνιστικότητα και η ανάπτυξη πρέπει να παραμείνουν ως προτεραιότητες των ηγετών της Ευρωζώνης, εάν θέλουν να πρωταγωνιστήσει μακροπρόθεσμα, στη διεθνή σκηνή.».

Πηγή:www.capital.gr

Εγγραφείτε στο newsletter του
Λογιστικού Συλλόγου Αθηνών

We use cookies on our website. Some of them are essential for the operation of the site, while others help us to improve this site and the user experience (tracking cookies). You can decide for yourself whether you want to allow cookies or not. Please note that if you reject them, you may not be able to use all the functionalities of the site.